- Περσεφόνης
- Φερσέφασσαfem gen sg (attic epic ionic)Περσεφόνηfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυστήρια — Τυπική λατρευτική έκφραση, που έφτασε στο αποκορύφωμά της κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Αβέβαιη είναι η ετυμολογία της λέξης, η οποία προέρχεται από μια ρίζα που έχει παραγάγει μερικές λέξεις με θρησκευτική σημασία, μεταξύ των οποίων ο… … Dictionary of Greek
L'Enlèvement de Perséphone — Données clés Titre original Αρπαγή της Περσεφόνης (Arpayi tis Persephonis) Réalisation Grigóris Grigoríou Scénario Iákovos Kambanéllis Soci … Wikipédia en Français
Ελευσίνιος — α, ο (AM Ἐλευσίνιος, α, ον) 1. αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από την Ελευσίνα ή κατοικεί σέ αυτήν 2. το ουδ. ως ουσ. τα Ελευσίνια τα Ελευσίνια Μυστήρια προς τιμήν τής Δήμητρας και τής Περσεφόνης αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ Ἐλευσίνιος επίκληση… … Dictionary of Greek
Δήμητρα — I (αρχ. Δημήτηρ). Μία από τις θεότητες του Δωδεκάθεου των αρχαίων, προστάτιδα της γεωργίας και όλων των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών που, κατά την ιστορία ή τη μυθολογία, συνδέονταν με αυτήν. Το χαρακτηριστικό επίθετο Θεσμοφόρος που της… … Dictionary of Greek
Κοράγιον — Κοράγιον, τὸ (Α) [Κοραγοί] επιγρ. 1. το ιερό στο οποίο τελούνταν εορτή προς τιμήν τής Περσεφόνης στη Μαντίνεια 2. στον πληθ. τά Κοράγια η εορτή που τελούνταν στη Μαντίνεια προς τιμήν τής Περσεφόνης για την επιστροφή της από τον Άδη … Dictionary of Greek
Κοριάσια — Κοριάσια, τὰ (Α) επιγρ. εορτή προς τιμήν τής Κόρης, τής Περσεφόνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κόρη, ονομ. τής Περσεφόνης, πιθ. κατά το Διάσια (τα), εορτή προς τιμήν τού Διός] … Dictionary of Greek
κόρειος — κόρειος, εία, ον (Α) [κόρη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κόρη, παρθενικός 2. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἡ κορεία, τὸ κόρειον η ιδιότητα τής κόρης, η παρθενία 3. (το ουδ. ως κύριο όν.) Κόρειον ο ναός τής Κόρης, δηλ. τής Περσεφόνης 4. (το … Dictionary of Greek
Άδης — Ο θεός του Κάτω Κόσμου και ο Κάτω Κόσμος. Ο θεός Ά. ήταν γιος του Κρόνου και της Ρέας, που πήρε μερίδιό του τον Κάτω Κόσμο, όταν έγινε η διανομή της εξουσίας του κόσμου, μετά τον πόλεμο των θεών με τους Τιτάνες. Οι αδελφοί του, Ζευς και Ποσειδών … Dictionary of Greek
Ανθεσφόρια — Αρχαία ελληνική γιορτή των λουλουδιών, την οποία τελούσαν προς τιμήν της Δήμητρας και της Περσεφόνης στην αρχή κάθε καλοκαιριού, οπότε πίστευαν ότι επέστρεφε η Περσεφόνη από τον Άδη στη μητέρα της. Τα A. τελούνταν στην Πελοπόννησο, την Κάτω… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek